στρεβλώνω — στρέβλωσα, στρεβλωμένος 1. κάνω κάτι στραβό, παραμορφώνω. 2. εξαρθρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατρεκής — ἀτρεκής, ές (Α) Ι. 1. πραγματικός, αληθινός 2. ασφαλής, σταθερός 3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός 4. (το ουδ.) το ἀτρεκές α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη 6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα II. επίρρ. ἀτρεκέως αληθινά, με ειλικρίνεια … Dictionary of Greek
ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… … Dictionary of Greek
κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι … Dictionary of Greek
νητρεκής — νητρεκής, ές (Α) πραγματικός, αληθινός. επίρρ... νητρεκῶς (Α) με νητρεκή τρόπο, με ειλικρίνεια, αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. μόριο νη * + τρεκής (< *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku «ρόκα, αδράχτι», λατ. torqueo «στρέφω,… … Dictionary of Greek
σκαμβώ — όω, ΜΑ [σκαμβός] μσν. μτφ. προκαλώ την ηθική διαστροφή κάποιου αρχ. παθ. σκαμβοῡμαι, όομαι στραβώνω, στρεβλώνω κάτι … Dictionary of Greek
στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση … Dictionary of Greek
στρέβλωση — η / στρέβλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στρεβλῶ, ώνω] η ενέργεια τού στρεβλώνω, συστροφή νεοελλ. 1. εξάρθρωση 2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση μσν. μτφ. ηθική διαστροφή αρχ. βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης … Dictionary of Greek
στραβοπατώ — Ν 1. παραπατώ, παραπαίω 2. στρεβλώνω, αλλοιώνω το κανονικό σχήμα τών παπουτσιών με αδέξιο ή ακανόνιστο περπάτημα 3. μτφ. σφάλλω, παρεκτρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + πατώ] … Dictionary of Greek
στραβώνω — στραβῶ, όω, ΝΜ [στραβός] νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί») β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου») γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή … Dictionary of Greek